αντάμης

αντάμης
ο
1. θαρραλέος, παληκαράς
2. άνθρωπος φιλόνικος, καβγατζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβοτουρκ. adam.
ΠΑΡ. αντάμικος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αντάμικος — η, ο [αντάμης] αυτός που ταιριάζει στον αντάμη, κουτσαβάκικος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”